- ρεσάλτο
- τό1) смелый, дерзкий или отчаянный поступок; 2) дерзкая или отчаянная попытка;
κάνω ένα ρεσάλτο να... — набраться храбрости...;
3) мор. штурм, приступ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω ένα ρεσάλτο να... — набраться храбрости...;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεσάλτο — το (λ. ιταλ.), έφοδος ειδικού αγήματος για την κατάληψη πλοίου: Οι πειρατές με ρεσάλτο έγιναν κύριοι του πλοίου μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεσάλτο — το, Ν 1. έφοδος ειδικού αγήματος πλοίου για κατάληψη εχθρικού πλοίου έπειτα από εμβολή του 2. μτφ. τολμηρή, απεγνωσμένη απόπειρα ή επίθεση, έφοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. risalto] … Dictionary of Greek
γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… … Dictionary of Greek
εισπήδηση — η 1. αιφνίδια εισβολή 2. δόλια, αντικανονική κατάληψη αξιώματος 3. η τελευταία φάση τής εμβολής (το ρεσάλτο), κατά την οποία οι ναύτες πηδούν στο κατάστρωμα τού εχθρικού πλοίου μετά τον παράπλευρο πλου, την προσέγγιση και την αγκίστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
εμβολή — η 1. στρατιωτική εισβολή, επιδρομή. 2. (ναυτ.), α. το τυχαίο τρακάρισμα πλοίων από κακό χειρισμό, σύγκρουση. β. η πρόσκρουση πολεμικού πλοίου πάνω σε εχθρικό με το έμβολο ή την πλώρη με σκοπό την καταβύθισή του ή και η έφοδος, που ακολουθεί, του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)